- τίνω
- Α1. πληρώνω κάτι που χρωστώ, καταβάλλω κάτι που οφείλω, απαλλάσσομαι από τις υποχρεώσεις μου ανταποδίδοντας κάτι («δασμὸν οὐ μικρὸν τίνει», Σοφ.)2. ανταμείβω κάποιον για κάτι καλό που μού έχει κάνει, ανταποδίδω καλό για καλό («καὶ μὴν ὀφείλων γ' ἄν τίνοιμ' αὐτῷ χάριν», Αισχύλ.)3. (ιδίως με κακή σημ.) επανορθώνω ζημία που έχω κάνει, υφίσταμαι ποινή για κάτι κακό που διέπραξα, πληρώνω το τίμημα που μού επιβλήθηκε (α. «δίκην τίσουσιν ὄλεθρον αἰώνιον ἀπὸ προσώπου τού Κυρίου», ΚΔβ. «τίσεις δὲ αὐτῶν τὴν προσήκουσαν τιμωρίαν», Πλάτ.)4. μέσ. τίνομαια) εκδικούμαι, τιμωρώ («ἦ τ' ἐφάμην τίσασθαι Ἀλέξανδρον κακότητος», Ομ. Ιλ.)β) (με καλή σημ.) ανταποδίδω καλό («τὸν εὐεργέταν ἀγαναῑς ἀμοιβαῑς... τίνεσθαι», Πίνδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. τίνω (< *τίνF-ω, από όπου το μακρό -ῑ- τής ιων. διαλ., ενώ στην αττ. διάλεκτο το -F- σιγάται χωρίς αντέκταση) ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *kwei-/ *kwi- «προσέχω, παρατηρώ, επιτηρώ», απ' όπου η σημ. «τιμωρώ, εκδικούμαι, ανταποδίδω, πληρώνω πρόστιμο». Παράλληλα με τον θεματικό ενεστ. τίνω, -ομαι, μαρτυρείται και αθέματος ενεστ. με έρρινο ένθημα -νυ-, τίνυμαι, ο οποίος αντιστοιχεί ακριβώς με τα αρχ. ινδ. cinuti, cinoti «παρατηρώ» και cayate «τιμωρώ, εκδικούμαι» (πρβλ. αρκαδ. ἀπυ-τειέτω), καθώς και με το αβεστ. cikay- «τιμωρώ». Ο αθέματος ενεστ., εξάλλου, τείνυμαι, με φωνηεντισμό -ει- έχει σχηματιστεί πιθανότατα κατ' επίδραση τού αορ. ἔ-τεισα, ενώ ο παθ. αόρ. ἐτείσθην και οι παρακμ. τέτεικα και τέτεισμαι είναι σχηματισμοί τής Ελληνικής. Στην ετεροιωμένη βαθμίδα τής ρίζας τού τίνω ανάγεται η λ. ποινή βλ. λ. με ευρύτερη σημ. από το συνώνυμο παράγωγο τίσις (πρβλ. αρχ. ινδ. apa-citi- «εκδίκηση»). Απίθανη θεωρείται, τέλος, η σύνδεση τών τίνω / ποινή με τα τίω / τιμή (βλ. και λ. τίω, τιμή), καθώς και με το ρ. τηρῶ*].
Dictionary of Greek. 2013.